Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σὺν καιρῷ

  • 1 σύν

    σύν [pron. full] [ῠ], old [dialect] Att. [full] ξύν; [dialect] Boeot. [full] σούν IG7.3171.39 (Orchom. [dialect] Boeot., iii B.C.): Prep. with dat. (rarely c. gen., σ. τῶν ἐν αὺτῷ νεκρῶν Mitteis Chr.129.23 (ii B.C.);
    A

    σ. ἡρώων IPE2.383

    ([place name] Phanagoria); σ. γυναικός ib.301 ([place name] Panticapaeum), cf. Ostr.240.5 (ii A.D.), PLond.1.113 iv 19 (vi A.D.)):—with. The form ξύν rarely occurs in Hom., though it is not rare in compds. even when not required by the metre, as in ξυνέαξα, ξυνοχῇσιν, ξύμβλητο, ξύμπαντα; Hes. also uses ξύμπας, ξυνιέναι; in [dialect] Ion. verse we find

    ξύν Thgn.1063

    (but

    σύν Id.50

    ), Sol. 19.3 (perh. old Attic), but

    σύν Archil.4

    , cf. ξυνωνίη, συνίημι; in early [dialect] Ion. Prose (including Inscrr., cf. SIG1.2 (Abu Simbel, vi B.C.), 167.37 (Mylasa, iv B.C.), etc.) ξύν is only found in

    ξυνίημι Heraclit.51

    , Democr.95 (cf. ἀξύνετος, ἀξυνεσίη, ξύνεσις), and in the phrase ξὺν νῷ ( νόῳ codd.) Heraclit.114, Democr.35; Hdt. has only σύν, and in codd. Hp. ξύν has weaker authority than σύν (i p.cxxv Kuehlewein); in the late Ionic of Aret., ξύν prevails over σύν; in [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. it is rare,

    ξυνοίκην Sapph.75

    ;

    ξυναλίαξε Ar.Lys.93

    ; elsewh. [dialect] Dor. σύν, Leg.Gort. 5.6, IG9(1).334.47 ([dialect] Locr., v B.C.), etc.; but in old [dialect] Att. Inscrr. ξύν is the only form up to 500 B.C.; σύν appears in v B.C. and becomes usual towards the end; after 378 B.C. ξύν survives only in the formula γνώμην δὲ ξυμβάλλεσθαι κτλ.; the phrase ξὺν νῷ is found in Ar.Nu. 580, Pl.Cri. 48c, Men. 88b, R. 619b (

    σὺν E.Or. 909

    ); otherwise, of [dialect] Att. Prose writers Th. alone uses the preposition ξύν, Antipho and Lysias have ξυν- a few times in compds.; codd. Pl. have both ξυν- (Lg. 930a, al.) and συν-; in Antipho Soph.Oxy.1364, Aristox., Arr., Ael., and Anon.Rhythm. ξυν- is very freq.; in Trag. both forms occur. The Prep. σύν gradually gave way to μετά with gen., so that whereas A. has 67 examples of σύν to 8 of μετά with gen., the proportions in Th. are 400 of μετά to 37 of σύν, in D. 346 of μετά to 15 of σύν, and in Arist. 300 of μετά to 8 of σύν: for these and other statistics see C. J. T. Mommsen, Beiträge zur Lehre von den griechischen Präpositionen (Frankfurt 1886-95): in [dialect] Att. Prose and Com. σύν is restricted for the most part to signf. 8, 9 and a few phrases, such as σὺν θεῷ, σὺν (τοῖς) ὅπλοις; Xenophon uses it freely, having 556 examples to 275 of μετά; in Pap., NT, and later Prose its use is much less restricted (v. infr.).
    1 in company with, together with,

    δεῦρό ποτ' ἤλυθε.. σ. Μενελάῳ Il.3.206

    ;

    ξ. παιδὶ.. πύργῳ ἐφεστήκει 6.372

    ;

    σ. τοῖσδε ὑπέκφυγον Od.9.286

    ;

    καταφθίσθαι σ. ἐκείνῳ 2.183

    ;

    ἀπελαύνειν σ. τῷ στρατῷ Hdt.8.101

    ;

    ἐπαιδεύετο σ. τῷ ἀδελφῷ X.An.1.9.2

    ;

    σ. αὐτῷ σταυροῦσι δύο λῃστάς Ev.Marc.15.27

    ;

    οὐδένα ἔχω σ. ἐμοί PSI10.1161.12

    (iv A.D.).
    2 with collat. notion of help or aid, σ. θεῷ with God's help or blessing, as God wills, Il.9.49;

    σ. σοί, πότνα θεά Od.13.391

    ;

    πέμψον δέ με σ. γε θεοῖσιν Il.24.430

    , cf. 15.26;

    σ. θεῷ φυτευθεὶς ὄλβος Pi.N.8.17

    ; σ. θεῷ εἰρημένον spoken as by inspiration, Hdt.1.86;

    σ. θεῷ δ' εἰρήσεται Ar.Pl. 114

    ;

    σ. θεῷ εἰπεῖν Pl.Tht. 151b

    , Prt. 317b;

    ξ. θεοῖς Th.1.86

    ; so σ. δαίμονι, σ. Ἀθήνῃ καὶ Διί, Il.11.792, 20.192;

    σ. Χαρίτεσσιν Pi.N.9.54

    , cf. P.9.2;

    ξ. τῷ θεῷ πᾶς καὶ γελᾷ κὠδύρεται S.Aj. 383

    ; also θεοῦ σ. παλάμᾳ, σ. θεοῦ τύχᾳ, Pi.O.10(11).21, N.6.24: generally, of personal cooperation, σ. σοὶ φραζέσθω let him consult with you, Il.9.346;

    λοχησάμενος σ. ἑταίρῳ Od.13.268

    ; ξ. τῇ βουλῇ in consultation with the Council, IG12.63.17; σ. τινὶ μάχεσθαι fight at his side, X.Cyr.5.3.5, cf. HG4.1.34; σ. τινὶ εἶναι or γίγνεσθαι to be with another, i.e.on his side, of his party, Id.An.3.1.21, Smp.5.10; οἱ σ. αὐτῷ his friends, followers, Id.An.1.2.15, cf. Act.Ap.14.4, etc.
    3 furnished with, endued with,

    σ. μεγάλῃ ἀρετῇ ἐκτήσω ἄκοιτιν Od.24.193

    ;

    πόλιν θεοδμάτῳ σ. ἐλευθερίᾳ ἔκτισσε Pi.P.1.61

    .
    4 of things that belong, or are attached, to a person, σ. νηΐ or σ. νηυσί, i.e. on board ship, Il.1.389, 179, etc.; σ. νηυσὶν ἀλαπάξαι, opp. πεζός, 9.328 (so in Prose,

    σ. ναυσὶ προσπλεῖν X.HG2.2.7

    , etc.);

    σ. ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν Il.5.219

    ; esp. of arms,

    μιν κατέκηε σ. ἔντεσι 6.418

    ;

    στῆ δ' εὐρὰξ σ. δουρί 15.541

    ; ἀντιβίην or ἀντίβιον σ. ἔντεσι or σ. τεύχεσι πειρηθῆναι, 5.220, 11.386;

    σ. ἔντεσι μάρνασθαι 13.719

    ;

    σκῆπτρον, σ. τῷ ἔβη 2.47

    ; ἄγγελος ἦλθε.. σ. ἀγγελίῃ ib. 787; ς. (or ξ.)

    ὅπλοις Th.2.2

    , al., Pl.Lg. 947c, Aen.Tact.17.1; ς. (or ξ.)

    τοῖς ὅπλοις Th.2.90

    , 4.14, Hell.Oxy. 10.1, Pl.Lg. 763a, Aen.Tact.11.8;

    σ. ἐγχειριδίοις Hell.Oxy.10.2

    ;

    ξ. ξιφιδίῳ καὶ θώρακι Th.3.22

    ;

    ξ. ἑνὶ ἱματίῳ Id.2.70

    ; in some such cases ς. is little more than expletive, as σ. τεύχεσι θωρηχθέντες ll.8.530, etc.: with αὐτός (cf.

    αὐτός 1.5

    ), chiefly in Hom.,

    ἀνόρουσεν αὐτῇ σ. φόρμιγγι Il.9.194

    , cf. 14.498;

    αὐτῷ σ. τε λίνῳ καὶ ῥήγεϊ Od.13.118

    .
    5 of things accompanying, or of concurrent circumstances,

    ἄνεμος σ. λαίλαπι Il.17.57

    , cf. Od.12.408; of coincidence in time,

    ἄκρᾳ σ. ἑσπέρᾳ Pi.P.11.10

    ; καιρῷ σ. ἀτρεκεῖ ib.8.7;

    σ. τῷ Χρόνῳ προϊόντι X.Cyr.8.7.6

    ; in the course of,

    κείνῳ σ. ἄματι B.10.23

    , cf. 125, Pi.Fr. 123.
    6 of necessary connexion or consequence, σὺν μεγάλῳ ἀποτεῖσαι to pay with a great loss, i.e. suffer greatly, Il.4.161; δημοσίῳ σ. κακῷ with loss to the public, Thgn.50; σ. τῷ σῷ ἀγαθῷ to your advantage, X.Cyr.3.1.15; ὤλοντο.. σὺν μιάς ματι with pollution, S.Ant. 172; to denote agreement, in accordance with,

    σ. τῷ δικαίῳ καὶ καλῷ X.An.2.6.18

    ;

    σ. δίκᾳ Pi.P.9.96

    ;

    σ. κόσμῳ Hdt.8.86

    , Arist.Mu. 398b23;

    σ. τάχει S.El. 872

    , etc.
    7 of the instrument or means, with the help of, by means of,

    σ. ἐλαίῳ φαρμακώσαισα Pi.P.4.221

    ;

    διήλλαχθε σ. σιδάρῳ A.Th. 885

    (lyr.);

    πλοῦτον ἐκτήσω ξ. αἰχμῇ Id.Pers. 755

    (troch.);

    ἡ [τῶν φίλων] κτῆσίς ἐστιν οὐδαμῶς σ. τῇ βίᾳ X.Cyr.8.7.13

    ;

    ξ. ἐπαίνῳ Th.1.84

    .
    8 including,

    κεφάλαιον σ. ἐπωνίοις IG12.329.5

    , cf. 22.1388.85, 1407.12, al.;

    τοῦ Πειραιῶς ξ. Μουνυχίᾳ Th.2.13

    , cf. 4.124, 5.26, 74, 7.42, 8.90, 95; δισχίλιαι γάρ εἰσι (sc. δραχμαὶ)

    σ. ταῖς Νικίου Ar.Fr. 100

    ;

    ἀνήλωσα σ. τῇ τῆς σκευῆς ἀναθέσει ἑκκαίδεκα μνᾶς Lys.21.4

    , cf. 2;

    αἶγας ἀπέδοτο σ. τῷ αἰπόλῳ τριῶν καὶ δέκα μνῶν Is.6.33

    , cf. 8.8,35, 11.42,46, Aeschin. 2.162, D.19.155, 27.23,al., Arist.HA 525b15,17, Ath.19.6, Hipparch. 1.1.9, al., PSI10.1124.14 (ii A.D.).
    9 excluding, apart from, plus, ἓξ ἐμοὶ σ. ἑβδόμῳ six with (but not including) me the seventh, A. Th. 283;

    αἱ γὰρ καμπαὶ τέτταρες, ἢ δύο σ. τοῖς πτερυγίοις Arist.HA 490a32

    ;

    σ. τοῖς ἀρχαίοις τὸν οἶκον ἐκ τῶν προσόδων μείζω ποιῆσαι D. 27.61

    ;

    τὴν ἐφαπτίδα σ. τῇ σακκοπήρᾳ ἐν ᾗ ἐνῆν

    together with..,

    PEnteux.32.7

    , cf. 89.9 (iii B.C.);

    οἱ γραμματεῖς σ. τοῖς πρεσβυτέροις Ev.Luc.20.1

    , cf. Ep.Gal.5.24.
    B POSITION:— σύν sts. follows its case, Il.10.19, Od.9.332, 15.410. It freq. stands between Adj. and Subst., as Od.11.359, Il.9.194, etc.; more rarely between Subst. and Adj., Od.13.258, Pi.P. 8.7.
    2 freq. in tmesis in Hom., as Il.23.687, Od.14.296, etc.
    3 in late Gr. σὺν καὶ c. dat.,

    στεφανηφορήσας σ. καὶ Αὐρ. Ἰάσονι IG12(7).259

    (Amorgos, iii A.D.), cf. Supp.Epigr.4.535 (Ephesus, ii/iii A.D.), Rev.Phil.50.11 (Sardis, i/iii A.D.), CPR26.16 (ii A.D.); cf. infr. c. 2.
    C σύν AS ADV., together, at once,

    κενεὰς σ. Χεῖρας ἔχοντες Od.10.42

    ; mostly folld. by δέ or τε

    , σ. δὲ πτερὰ πυκνὰ λίασθεν Il.23.879

    ;

    σ. τε δύ' ἐρχομένω 10.224

    (cf. σύνδυο)

    ; ξ. τε διπλοῖ βασιλῆς S.Aj. 960

    (lyr.). It is sts. hard to distinguish this from tmesis, e.g. in Il.23.879; so ξὺν κακῶς ποιεῖν is = Ξυγκακοποιεῖν in Th.3.13. In Old Testament Gr. it is sts. used to translate the Hebr. 'ēth (particle prefixed to the definite accus.) through confusion with the Prep. 'ēth 'with',

    ἐμίσησα σὺν τὴν ζωήν LXXEc.2.17

    ; οὐκ ἐμνήσθη σ. τοῦ ἀνδρός ib.9.15;

    ἔκτισεν ὁ θεὸς σὺν τὸν οὐρανὸν καὶ σὺν τὴν γῆν Aq.Ge.1.1

    , etc.
    2 besides, also,

    σ. δὲ πλουτίζειν ἐμέ A.Ag. 586

    ;

    σ. δ' αὔτως ἐγώ S.Ant. 85

    , etc.;

    σ. δ' ἐγὼ παρών Id.Aj. 1288

    , cf. El. 299;

    Δίρκα τε.. σ. τ' Ἀσωπιάδες κόραι E.HF 785

    (lyr.); in later Poetry

    σ. καί A.R.1.74

    , Herod.4.3, Nic.Th.8, D.P.843 (also in late Prose, Ath.2.49a; cf. supr. B. 3).
    I with, along with, together, at the same time, hence of any kind of union, connexion, or participation in a thing, and metaph. of agreement or unity. In Compos. with a trans. Verb σύν may refer to the Object as well as the Subject, as συγκατακτείνειν may mean kill one person as well as another, or, join with another in killing.
    2 of the completion of an action, altogether, completely, as in

    συνάγνυμι, συνασκέω 2

    , συνθρύπτω, συγκόπτω, συμπατέω, συμπληρόω, συντελέω, συντέμνω; sts., therefore, it seems only to strengthen the force of the simple word.
    3 joined with numerals, σύνδυο two together, which sense often becomes distributive, by twos, two and two; so σύντρεις, σύμπεντε, etc., like Lat. bini, terni, etc.
    II σύν in Compos., before β μ π φ ψ, becomes συμ-; before γ κ ξ Χ, συγ-; before λ συλ-; before ς usu. συς-; but becomes συ- before ς followed by a conson. (e.g. συστῆναι), before ζ, and perh. sts. before ξ. In a poet. passage, ap.Pl.Phdr. 237a, we have ξύμ alone in tmesi, ξύμ μοι λάβεσθε for συλλάβεσθέ μοι; cf.

    ὅτε ξὺμ πρῶτ' ἐφύοντο Emp.95

    : in Inscrr. and Papyri these assimilations are freq. not found.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύν

  • 2 συν-είκω

    συν-είκω, zusammen nachgeben; τῷ καιρῷ, Pol. 32, 19, 3; Plut. Phoc. 2.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > συν-είκω

  • 3 σύν

    1 prep. c. dat. (with second only of two nouns, P. 4.10, P. 8.99, N. 10.38, N. 10.53, N. 10.84, Πα. 6. 4: following noun c. adj., O. 2.18, P. 4.187, P. 8.7, P. 8.54; c. dependent gen., O. 13.58)
    a along with, accompanied by
    I of people, things

    ἀντιθέοισιν νίσεται σὺν παισὶ Λήδας O. 3.35

    κεῖνος σὺν βαρυγδούπῳ πατρὶ O. 6.81

    σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν O. 7.13

    ναίοντας Ἀργείᾳ σὺν αἰχμᾷ O. 7.19

    ἀλλὰ Κρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι O. 7.67

    κωμάζοντι φίλοις Ἐφαρμόστῳ σὺν ἑταίροις O. 9.4

    ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος O. 9.71

    ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; O. 13.19

    Πτοιοδώρῳ σὺν πατρὶ O. 13.41

    τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες O. 13.58

    κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ P. 3.78

    κωμάζοντι σὺν Ἀρκεσίλᾳ P. 4.2

    ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳP. 4.39

    σὺν κείνοισι P. 4.134

    ἅλιξιν σὺν ἄλλοις P. 4.187

    σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83

    ἀφίξεται λαῷ σὺν ἀβλαβεῖP. 8.54

    Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99

    —100.

    Πυθιονίκαν σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν P. 9.2

    ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ P. 11.3

    Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.20

    διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν N. 1.36

    ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι N. 3.78

    ( Ἡρακλέης)

    σὺν ᾧ ποτε Τροίαν πόρθησε N. 4.25

    Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ ἌρειN. 10.84

    Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ N. 11.34

    τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.8

    σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι I. 4.72

    σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον I. 5.21

    ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον, καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38

    ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον I. 6.28

    πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα I. 6.31

    πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον Πασιφάας λτ;σὺνγτ; υἱ[οῖ]σι (add. Housman metr. gr.: <ἓξ> Wil.: om. Π.)

    Πα.. 3. χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι Pae. 6.4

    κελαινεφεῖ σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν Pae. 6.55

    ὄφρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 2. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ ἦλθεν fr. 172. 4.
    II =

    ἔχων. ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμον ἀθρόοι N. 1.51

    σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22

    μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.74

    I esp. of gods

    σὺν θεοῖς O. 8.14

    σὺν Κυπρογενεῖ O. 10.105

    σὺν δὲ κείνῳ O. 13.87

    σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5

    σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνήρ τράποι P. 1.69

    πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ P. 3.9

    σὺν ΔαναοῖςP. 4.48

    κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ P. 4.250

    ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα P. 11.36

    φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν N. 5.54

    σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.6

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54

    Χαρίτεσσί τε καὶ

    σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38

    σὺν θεοῖς I. 1.6

    σὺν θεῷ I. 4.5

    II of things, by means of, through

    σὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν O. 1.110

    λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν O. 2.18

    Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος O. 2.42

    σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις Ἁγησία δέξαιτο κῶμον O. 6.98

    σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26

    θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21

    εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4

    τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον P. 2.56

    σὺν τιμᾷ θεῶνP. 4.51

    σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι P. 4.203

    σὺν δ' ἐλαίῳ φαρμακώσαισ ἀντίτομα P. 4.221

    ὔμμι Λατοίδας ἔπορεν Λιβύας πεδίον σὺν θεῶν τιμαῖς ὀφέλλειν P. 4.260

    σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν ἐρειδομένα P. 4.267

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115

    τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν P. 10.57

    Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48

    ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.21

    ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου)

    βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9

    σὺν Χαρίτων τύχᾳ N. 4.7

    Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

    σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ N. 7.14

    νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.49

    Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν N. 10.43

    σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48

    εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου I. 3.1

    εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.12

    τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35

    κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.20

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ ἐκτίσσατο I. 9.1

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι

    χθόνα πολύδωρον Pae. 2.59

    νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. 1.
    c
    I of accompanying circumstances, along with

    ἁμέραν ὁπότε ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν O. 2.33

    θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ' ἄγει O. 2.36

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93

    ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.58

    πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ P. 1.24

    καὶ σὺν εὐφώνοις θαλίαις ὀνυμαστάν P. 1.38

    πόλιν κείναν θεοδμάτῳ σὺν ἐλευθερίᾳ ἔκτισσε P. 1.61

    οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳP. 3.42

    νιν σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι P. 5.8

    ἁρπαλέαν δόσιν πενταεθλίου σὺν ἑορταῖς ὑμαῖς ἐπάγαγες P. 8.66

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν (δικαίως Σ.) P. 9.96

    ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ P. 12.4

    θρῆνον λειβόμενον δυσπενθέι σὺν καμάτῳ P. 12.10

    καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα N. 1.64

    ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Dissen: περᾶσαι σὺν codd.) N. 11.9

    ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν I. 8.67

    Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ Pae. 5.47

    μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Δ. 2. 13. Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ ἀοιδᾶν δεύτερον fr. 75. 7. ἀχεῖ τ' ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς fr. 75. 18.
    II with, at the time of

    καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ Θήραιον P. 4.10

    τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ P. 8.7

    ὄφρα

    Θέμιν ἱερὰν κελαδήσετ' ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ P. 11.10

    τὸν κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ fr. 123. 1.
    III with, under the influence of

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.51

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ πὰν καλόν fr. 122. 9.
    d in of musical terms

    ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.45

    e fragg.

    σὺν ἀπιομ[ήδ]ει φιλ[ Pae. 7.7

    παρθένῳ σὺν πομ[ Πα. 7C. a. 4. σὺν παντ[ Πα. 13. a. 7. ]σὺν κτύπῳ[ Πα. 13. a. 15. πορφυρέᾳ σὺν κρόκ[ᾳ Πα. 13. a. 19. σὺν Χαρίτ[εσσι P. Oxy. 841, fr. 112.
    2 adv.
    a at the same time εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν (tmesin vidit Boeckh) I. 6.12
    b in tmesis σὺν πρέπει (v. συμπρέπω) N. 3.67

    Lexicon to Pindar > σύν

  • 4 καιρός

    καιρός, , das rech te Maaß, μέτρα φυλάσσεσϑαι· καιρὸς δ' ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος Hes. O. 692, vgl. Hierax. bei Stob. Fl. 10, 78; καιροῦ πέρα, über das rechte Maaß hinaus, Aesch. Prom. 506; ὑποκάμψας καιρὸν χάριτος Ag. 761, vgl. Suppl. 1046; Theogn. 401; μείζω τοῦ καιροῦ τὴν γαστέρα ἔχων, μετριωτέραν ποιῆσαι αὐτήν Xen. Conv. 2, 19; ὑπερβάλλειν τῇ φιλοτιμίᾳ τὸν καιρόν, das rechte Maaß überschreiten, Plut. Ages. 8; – übh. das rechte Verhältniß, bes. der rechte Zeitpunkt zu Etwas, die passende, günstige Zeit, gute Gelegenheit; καιρὸς ἔχει παντὸς κορυφάν Pind. P. 9, 81 (vgl. Soph. El. 75); νοῆσαι κ. ἄριστος Ol. 13, 46; κατὰ καιρόν I. 2, 22; παρὰ καιρόν Ol. 8, 24 P. 10, 4; ἐν καιρῷ Aesch. Prom. 879, zur rechten Zeit; τὸν δ' οὐδαμῶς καιρὸς γεγωνεῖν Prom. 521; καὶ τῶνδε καιρὸν ὅςτις ὤκιστος λαβέ, nütze so schnell wie möglich die rechte Zeit, Spt. 65; καιρὸς καὶ πλοῦς Soph. Phil. 1436; ὑμῖν δ' ἂν εἴη τήνδε καιρὸς ἐξάγειν O. C. 830; ἵν' οὐκέτ' ὀκνεῖν καιρός El. 22; öfter πρὸς καιρόν, λέγειν, ἐννέπειν, wie oben καίρια, Phil. 1263 Tr. 59; auch ἐν καιρῷ u. ἐς καιρόν, O. C. 813 Ai. 1147; auch mit dem bloßen acc., καιρὸν δ' ἐφήκεις Ai. 34. 1295; ἀφῖξαι εἰς καιρὸν κακῶν Eur. Or. 384; εἰς καιρὸν ἦλϑες Troad. 739 u. öfter; καιρὸν εὐλαβούμενος, den rechten Zeitpunkt wahrnehmend, 698; παρὰ καιρόν I. A. 800; ὡς ὁ καιρὸς οὐχὶ μέλλειν, ἀλλ' ἔστ' ἐπ' αὐτῆς τῆς ἀκμῆς Ar. Plut. 255; ἡμέας ἐστὶ καιρὸς προςβωϑῆσαι Her. 8, 144; καιρὸς ἤδη διαλύειν τὴν στρατιάν Xen. Cyr. 5, 5, 43; καιρὸν παριέναι, den rechten Zeitpunkt vorbeilassen, Thuc. 4, 27; οὐ παρεὶς τοὺς καιρούς Plat. Rep. II, 374 c; καϑυφιέναι Dem. 19, 6; τηρεῖν, ihn wahrnehmen, Arist. rhet. 2, 6; καιρὸν εἰληφέναι ἐνόμισαν Lys. 13, 6, sie glaubten einen günstigen Zeitpunkt getroffen zu haben; καιροῦ λαβέσϑαι Luc. Tim. 13; – dem σχολή entsprechend, Muße, Strab. V, 3, 5; καιρῷ χρῆσϑαι Plut. Pyrrh. 7; ἐς καιρόν, wie ἐν καιρῷ, zur rechten Zeit, Tragg. (s. oben); Her. 7, 144; ὥς οἱ κατὰ καιρὸν ἦν, wie es ihm bequem war, 1, 30; Thuc. 4, 59; Plat. Crit. 44 a; ἐπὶ καιροῦ Dem. 19, 258; Plut. Sert. 3; σὺν καιρῷ Pol. 2, 38, 7; – ἀπὸ καιροῦ, außer der Zeit, zur Unzeit, Plat. Theaet. 187 e; ἄνευ καιροῦ Ep. VII, 339 c; eben so παρὰ καιρόν, Plat. Polit. 277 a u. sonst; ἐκ καιροῦ, plötzlich, Pol. 6, 32, 3; ἐπὶ καιροῠ, ex tempore, Plut. Dem. 8. – Uebh. Zeitpunkt, Zeit, χειμῶνος Plat. Legg. IV, 709 c, u. so bes. Sp., dah. Moeris dies als hellenistischen Sprachgebrauch, statt ὥρα, bezeichnet; – οἱ καιροί, Zeitumstände, bes. schlimme, Xen. Hell. 6, 5, 33; – ὁ ἔσχατος καιρός, Pol. 29, 11, 12 Plut. Syll. 12. – Auch vom Orte, ἐναυλισάμενοι τῶν χωρίων, οὗ καιρὸς εἴη, wo es passend war, Thuc. 4, 54; ἐς καιρὸν τυπείς = καιρίαν, Eur. Andr. 1120; προσωτέρω τοῦ καιροῦ, weiter als recht, gut ist, διώκειν, προιέναι, Xen. Hell. 7, 5, 13 An. 4, 3, 34 u. Sp., wie D. Cass. 36, 30. – W. Einem zu Statten kommt, Vortheil, Nutzen, τὸ νὸν φρουρεῖν ὄμμ' ἐπὶ σῷ μάλιστα καιρῷ Soph. Phil. 151; τὰ δ' ὑπερβάλλοντα οὐδένα καιρὸ δύναται ϑνατοῖς Eur. Med. 128; ἐς καιρὸν ἔσται, es wird nützlich sein, Her. 7, 144; ἐν καιρῷ γίγνεσϑαί τινι Xen. Cyr. 5, 1, 17; vgl. Dem. μάλιστα δ' ἐπὶ καιροῦ τοῦτο γένοιτ' ἂν καὶ πάντας ὠφελήσειεν ἀνϑρώπους 19, 258; – μέγιστον ἔχετε καιρόν, ihr habt den meisten Einfluß, das größte Gewicht, Xen. An. 3, 1, 36. – Wahrscheinlich hängt es mit κάρα zusammen, was die Sache auf den Kopf trifft, den rechten Fleck trifft. Vgl. καίριος.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > καιρός

  • 5 καιρος

         καιρός
        ὅ
        1) надлежащая мера, норма
        

    κ. δ΄ ἐπὴ πᾶσιν ἄριστος Hes. — самое лучшее (главное) во всем - мера;

        μείζων τοῦ καιροῦ Xen. — сверх меры, ненормально большой, чрезмерный;
        καιροῦ πέρα Aesch. — чрезмерный, безмерный;
        προσωτέρω τοῦ καιροῦ Xen. — дальше, чем следует;
        ὑπερβαλεῖν τὸν καιρόν τινι Plut.перейти меру в чем-л.

        2) (тж. χρόνου κ. Soph.) надлежащая пора, подходящее время, благоприятный момент
        

    κ. βραχὺ μέτρον ἐχει погов. Pind. — у удобного момента короткая мера, т.е. время никого не ждет;

        ἥ χάρις καιρὸν ἔχουσα Thuc. — вовремя оказанная услуга;
        ὅ κ. αὐτός Dem. — самое удобное время;
        πρὸς τοὺς πολεμικοὺς καιρούς Arst. — на случай войны;
        καιρῷ Soph., Thuc., ἐν καιρῷ Aesch., Soph., Plat., σὺν καιρῷ Polyb., εἰς καιρόν Her., Eur., πρὸς καιρόν Soph. и κατὰ καιρόν Her., NT. — вовремя, своевременно, кстати;
        παρὰ καιρόν Eur., Plat., ἀπὸ и ἄνευ καιροῦ Plat. — несвоевременно, некстати;
        πρὸ καιροῦ Aesch., NT. — преждевременно;
        ἐπὴ καιροῦ Dem.кстати или (тж. ἐκ καιροῦ Polyb.) сразу, внезапно;
        ἐπὴ καιροῦ λέγειν Plut. — говорить экспромтом;
        καιροῦ τυχεῖν Eur. — иметь счастливый случай;
        καιρὸν λαμβάνειν Thuc., λαβέσθαι Luc. и καιρῷ χρῆσθαι Plut. — использовать удобный момент, воспользоваться благоприятным случаем;
        καιρὸν παριέναι Thuc. — упустить удобный момент;
        καιροὴ σωμάτων Arst. — цветущий возраст, первая молодость

        3) время ( вообще), пора
        ἐν παντὴ καιρῷ Arst., NT. — во всякое время, всегда;
        πρὸς καιρὸν ὥρας NT. — на (короткое) время;
        ἄχρι καιροῦ NT. — до поры до времени;
        κατὰ τοὺς τότε καιρούς Arst. — в те времена;
        πεπλήρωται ὅ κ. NT.исполнился срок

        4) выгода, польза
        

    ἐς καιρὸν ἔσται Her. — это будет полезно;

        τίνος ἕνεκα καιροῦ ; Dem. — кому это нужно?, чего ради?;
        τι πρὸς καιρόν Soph. — нечто полезное;
        πρὸς καιρόν Soph. — с пользой, полезным образом;
        ἐπὴ σῷ καιρῷ Soph. — тебе на пользу;
        ὁρῶ οὐδὲ σοὴ τὸ σὸν φώνημα ἰὸν πρὸς καιρόν Soph. — я вижу, что твоя речь даже тебе не идет на пользу

        5) влиятельность, влияние, вес
        6) обстоятельство, момент, пора
        

    παρών κ. Dem. или οἱ καιροί Plat. — настоящий момент, сложившиеся обстоятельства;

        καιροῦ πρὸς τοῦτο πάρεστι Φιλίππῳ τὰ πράγματα Dem.в таком положении находятся дела Филиппа

        7) тяжелые обстоятельства
        

    ἐν τοῖς μεγίστοις καιροῖς Xen. — в самых трудных обстоятельствах;

        ἔσχατος κ. Polyb., Plut. — крайняя опасность, критический момент

        8) время года, пора
        κ. χειμῶνος Plat.зимнее время

        9) удобное место, подходящая точка
        

    ἐναυλιζόμενοι τῶν χωρίων, οὖ κ. εἴη Xen. — останавливаясь в открытых местах, где было наиболее удобно

        10) жизненно важный центр (тела)

    Древнегреческо-русский словарь > καιρος

  • 6 καιρός

    A due measure, proportion, fitness (not in Hom.), καιρὸς δ' ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος (which became a prov.) Hes.Op. 694, Thgn. 401;

    κ. παντὸς ἔχει κορυφάν Pi.P.9.78

    ;

    κ. Χάριτος A.Ag. 787

    (anap.) (cf.

    ὑποκάμπτω 11

    ); εἰ ὁ κ. ἦν σαφής the distinction, the point, E.Hipp. 386; ἡ ἀπορία ἔχει τινὰ κ. has some point or importance, Arist. Metaph. 1043b25; καιροῦ πέρα beyond measure, unduly, A.Pr. 507;

    μείζων τοῦ κ. γαστήρ X.Smp.2.19

    ;

    καιροῦ μεῖζον E.Fr. 626

    codd.; προσωτέρω or πορρωτέρω τοῦ κ., X.An.4.3.34, HG7.5.13; ὀξύτερα τοῦ κ. Pl.Plt. 307b; νωθεστέρα τοῦ κ. ib. 310e; ὑπερβάλλων τῇ φιλοτιμίᾳ τὸν κ. Plu.Ages.8, cf. Hp.Loc.Hom.44.
    II of Place, vital part of the body (cf.

    καίριος 1

    ),

    ἐς καιρὸν τυπείς E.Andr. 1120

    .
    III more freq. of Time, exact or critical time, season, opportunity, Χρόνου κ. S.El. 1292: usu. alone, κ. [ ἐστιν] ἐν ᾧ Χρόνος οὐ πολὺς κτλ. Hp. Praec.<*>, cf. Chrysipp. et Archig. ap. Daremberg Notices etextr. des MSS. médicaux 1p.200;

    κ. ὀξύς Hp.Aph.1.1

    ; κ. πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει 'time and tide wait for no man', Pi.P.4.286; κ. ὄλβου, = καίριος ὄλβος, Id.N.7.58; δηλοῦν, ὅ τι περ δύναται κ. Ar.Ec. 576 codd. (sed leg. δύνασαι) ; τίνα κ. τοῦ παρόντος βελτίω ζητεῖτε; D.3.16; κ. δόσιος for giving, Hp.Acut.20; κ. τοῦ ποτισμοῦ, τῆς τρύγης, BGU1003.12 (iii B. C.), PStrassb.1.8 (V A. D.);

    τὰ ἐκ τοῦ κ. προγινόμενα Plb.6.32.3

    ; καιρὸν παριέναι to let the time go by, Th.4.27 (so in pl.,

    τοὺς κ. παριέναι Pl.R. 374c

    ;

    τοὺς κ. ὑφαιρεῖσθαι Aeschin.3.66

    );

    κ. τῶν πραγμάτων τοῖς ἐναντίοις καθυφιέναι καὶ προδοῦναι D.19.6

    ; καιροῦ ([etym.] τοῦ κ.)

    τυχεῖν E.Hec. 593

    , Pl.Lg. 687a, Men.Mon. 281;

    καιρὸν εἰληφέναι Lys.13.6

    (but

    καιρὸς ἐλάμβανε Th.2.34

    ; cf.

    καιροῦ διδόντος Lib.Or.45.7

    );

    καιροῦ λαβέσθαι Luc.Tim.13

    ;

    καιρὸν ἁρπάσαι Plu.Phil.15

    ;

    κ. τηρεῖν Arist.Rh. 1382b11

    ;

    καιρῷ Χρήσασθαι Plu.Pyrrh.7

    ; καιρῷ Χειμῶνος ξυλλαβέσθαι co-operate with the occurrence of a storm, Pl.Lg. 709c; ἔχει κ. τι it happens in season, Th.1.42, etc.; κ. ἔχειν τοῦ εὖ οἰκεῖν to be the chief cause of.., Pl.R. 421a;

    ὑμέας καιρός ἐστι προβοηθῆσαι Hdt.8.144

    , cf. A.Pr. 523, etc.;

    νῦν κ. ἔρδειν S.El. 1368

    : sts. c. Art.,

    ἀλλ' ἔσθ' ὁ κ... ξένους.. τυγχάνειν τὰ πρόσφορα A.Ch. 710

    ;

    ὁ κ. ἐστι μὴ μέλλειν ἔτι Ar. Th. 661

    , cf.Pl. 255.
    b adverbial phrases, ἐς καιρόν in season, Hdt. 7.144, E.Tr. 744, etc.;

    ἐς κ. ἐπείγεσθαι Hdt.4.139

    ; ἐς αὐτὸν κ. S.Aj. 1168; εἰς δέοντα κ. Men.Sam. 294;

    ἐν καιρῷ A.Pr. 381

    , Th.4.59, etc.;

    ἐν κ. τινί Pl.Cri. 44a

    ;

    ἐπὶ καιροῦ D.19.258

    , 20.90, etc.;

    κατὰ καιρόν Pi.I.2.22

    ;

    ὥς οἱ κατὰ κ. ἦν Hdt.1.30

    (but also οἱ κατὰ κ. ἡγεμόνες in office at the time, BGU15.10 (ii A. D.), etc.); παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου κ. Th.2.43;

    πρὸς καιρόν S.Aj.38

    , Tr.59, etc.;

    σὺν καιρῷ Plb.2.38.7

    : without Preps.,

    καιρῷ S.OT 1516

    ; καιρόν, abs., S.Aj.34, E.Fr.495.9 (in [comp] Comp. form καιρότερον, Achae.49); κ. γὰρ οὐδὲν ἦλθες E Hel.479; opp. ἀπὸ καιροῦ out of season, Pl.Tht. 187e;

    ἄνευ καιροῦ Id.Ep. 339d

    ;

    παρὰ καιρόν Pi.O.8.24

    , E.IA8co (lyr.), Pl. Plt. 277a; πρὸ καιροῦ prematurely, A.Ag. 365 (anap.); ἐπὶ καιροῦ also means on the spur of the moment,

    ἐπὶ κ. λέγειν Plu.Dem.8

    , cf. Art.5;

    ἐξενεγκεῖν πόλεμον Id.Ant.6

    .
    2 season, πᾶσιν καιροῖς at all seasons of the year, IG14.1018, cf. LXX Ge.1.14, Ph.1.13, Porph. ap. Eus.PE3.11; κ. ἔτους, later Gr. for [dialect] Att. ὥρα ἔτους, acc. to Moer.424; time of day, Philostr.VA6.14.
    b critical times, periodic states,

    καιροὶ σωμάτων Arist.Pol. 1335a41

    .
    3 generally, time, period,

    κατὰ τὸν κ. τοῦτον Plb.27.1.7

    ;

    κατ' ἐκεῖνο καιροῦ Conon 3

    , al.: more freq. in pl., κατὰ τούτους τοὺς κ. Arist.Ath.23.2, al., cf. Plb.2.39.1; τὰ κατὰ καιρούς chronological sequence of events, Id.5.33.5; ἐν τοῖς πάλαι, ἐντοῖς μεταξὺ κ., Phld.Rh.1.28,363 S.
    4 in pl., οἱ καιροί the times, i. e. the state of affairs, freq. in bad sense, ἐν τοῖς μεγίστοις κ. at the most critical times, X.HG6.5.33, cf. D.20.44;

    περιστάντων τῇ πόλει κ. δυσκόλων IG22.682.33

    , etc.: also in sg., X.An.3.1.44, D.17.9; ὁ ἔσχατος κ. extreme danger, Plb.29.27.12, etc.;

    καιρῷ δουλεύειν AP9.441

    (Pall.).
    IV advantage, profit, τινος of or from a thing, Pi.O.2.54, P.1.57; εἴ τοι ἐς κ. ἔσται ταῦτα τελεόμενα to his advantage, Hdt.1.206; ἐπὶ σῷ κ. S.Ph. 151 (lyr.); τίνα κ. με διδάσκεις; A.Supp. 1060 (lyr.); τί σοι καιρὸς.. καταλείβειν; what avails it..? E.Andr. 131 (lyr.); τίνος εἵνεκα καιροῦ; D.23.182; οὗ κ. εἴη where it was convenient or advantageous, Th.4.54; ᾗ κ. ἦν ib.90; Χωρίον μετὰ μεγίστων κ. οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται with the greatest odds, the most critical results, Id.1.36.
    V Pythag. name for seven, Theol.Ar. 44.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καιρός

  • 7 καιρός

    καιρός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)
    1 fitting, right time (“u. a. der Sinn für das jeweils den Umständen Angemessene, Geschmack, Takt,” Fränkel, D & P, 509̆{14}: v. Bundy, 1. 18̆{44}; Barrett on Eur., Hipp., 386.)
    a νοῆσαι δὲ καιρὸς ἄριστος i. e. the fitting time is the best (time) to observe O. 13.48

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ i. e. at exactly the right time P. 8.7

    ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.78

    ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι N. 8.4

    καιρὸν[ fr. 51f. b. μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων (“mit richtiger Wahl eingreifend,” Fränkel) Pae. 2.34 c. gen., opportunity, due season, chance for,

    ὁ μὰν πλοῦτος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.54

    ὧν ἔραται καιρὸν διδούς P. 1.57

    πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών ( καιρόν to be understood ἀπὸ κοινοῦ, v. Radt, Mnem., 1966, 152̆{5}) N. 1.18

    Θεαρίων, τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι N. 7.58

    in phrases, κατὰ καιρόν, ἐν καιρῷ, opportunely, ( Χεῖρα)

    τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις I. 2.22

    χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ fr. 123. 1. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 2. κατ]ὰ καιρὸν[ ?fr. 346a. 3. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. also παρὰ καιρόν, inopportunely, ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές (“Richtmaß,” Fränkel) O. 8.24

    τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει O. 9.38

    τί κομπέω παρὰ καιρόν; P. 10.4
    b = τὰ καίρια, things timely

    καιρὸν εἰ φθέγξαιο P. 1.81

    c frag. ἐν και]ρῷ P. Oxy. 2622. fr. 1. 1 ad ?fr. 346.

    Lexicon to Pindar > καιρός

  • 8 Time

    subs.
    Time of day: P. and V. ὥρα, ἡ; hour.
    What time is it? Ar. and P. πηνκα ἐστί;
    About what time died he? Ar. πηνίκʼ ἄττʼ ἀπώλετο; (Av. 1514).
    Generally; P. and V. χρόνος, ὁ, V. ἡμέρα, ἡ.
    Time of life: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, V. αἰών, ὁ.
    Occasion: P. and V. καιρός, ὁ.
    Generation: P. and V. αἰών, ὁ, Ar. and P. ἡλικία, ἡ.
    Time for: P. and V. ὥρα, ἡ (gen. or infin.), καιρός, ὁ (gen. or infin.), ἀκμή, ἡ (gen. or infin.).
    Delay: P. and V. μονή, ἡ, τριβή, ἡ, διατριβή, ἡ; see Delay.
    Leisure: P. and V. σχολή, ἡ.
    Want of time: P. ἀσχολία, ἡ.
    There is time, opportunity, v.: P. ἐγχωρεῖ.
    It is open: P. and V. παρέχει, ἔξεστι, πρεστι.
    After a time, after an interval: P. and V. διὰ χρόνου.
    Eventually: P. and V. χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ. See
    ing my friend after a long time: V. χρόνιον εἰσιδὼν φίλον (Eur., Cr. 475).
    As time went on: P. χρόνου ἐπιγιγνομένου (Thuc. 1, 126).
    At another time: P. and V. ἄλλοτε.
    At times, sometimes: P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε, P. ἔστιν ὅτε.
    At one time: see Once.
    At one time... at another: P. and V. τότε... ἄλλοτε, Ar. and P. τότε μέν... τότε δέ, ποτὲ μεν... ποτὲ δέ.
    At the present time: P. and V. νῦν; see Now.
    At some time or other: P. and V. ποτε ( enclitic).
    At times I would have ( food) for the day, at others not: V. ποτὲ μὲν ἐπʼ ἦμαρ εἶχον, εἶτʼ οὐκ εἶχον ἄν (Eur., Phoen. 401).
    At the time of: P. παρά (acc.).
    To enforce the punishment due by law at the time of the commission of the offences: P. ταῖς ἐκ τῶν νόμων τιμωρίαις παρʼ αὐτὰ τἀδικήματα χρῆσθαι (Dem. 229).
    At that time: see Then.
    At what time? P. and V. πότε;
    At what hour? Ar. and P. πηνκα; indirect, Ar. and P. ὅποτε, P. and V. ὁπηνκα.
    For a time: P. and V. τέως.
    For all time: P. and V. εί, δι τέλους; see for ever, under Over.
    For the third time: P. and V. τρτον, P. τὸ τρίτον.
    From time immemorial: P. ἐκ παλαιτάτου.
    From time to time: P. and V. εί.
    Have time, v.: P. and V. σχολάζειν, σχολὴν ἔχειν.
    In time, after a time: P. and V. διὰ χρόνου, χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ.
    At the right moment: P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρὸν, καιρίως (Xen.), εἰς δέον, ἐν τῷ δέοντι, ἐν καλῷ, εἰς καλόν, V. πρὸς καιρόν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι; see Seasonably.
    They wanted to get the work done in time: P. ἐβούλοντο φθῆναι ἐξεργασάμενοι (Thuc. 8, 92).
    In the time of: Ar. and P. ἐπ (gen.).
    Lose time, v.: see waste time.
    Save time: use P. and V. θάσσων εἶναι ( be quicker).
    Take time, be long: P. and V. χρονίζειν, χρόνιος εἶναι,
    involve delay: use P. μέλλησιν ἔχειν.
    It will take time: P. χρόνος ἐνέσται.
    To another time, put off to another time: P. and V. εἰς αὖθις ποτθεσθαι.
    Waste time, v.: P. and V. μέλλειν, χρονίζειν,σχολάζειν,τρβειν, βραδνειν, Ar. and P. διατρβειν: see Delay.
    Times, the present: P. and V. τὰ νῦν, P. τὰ νῦν καθεστῶτα.
    Many times: P. and V. πολλκις.
    Three times: P. and V. τρς.
    A thousand times wiser: V. μυρίῳ σοφώτερος (Eur., And. 701); see under thousand.
    How many times as much? adj.: P. ποσαπλάσιος; four times as much: P. τετραπλάσιος, τετράκις τοσοῦτος (Plat., Men. 83B).
    Four times four are sixteen: P. τεττάρων τετράκις ἐστὶν ἑκκαίδεκα (Plat., Men. 83C).
    How many feet are three times three? τρεῖς τρὶς πόσοι εἰσὶ πόδες; (Plat., Men. 83E).
    ——————
    subs.
    Rhythm: P. and V. ῥυθμός, ὁ.
    Keeping time, adj.: Ar. and P. εὔρυθμος.
    Give the time ( to rowers), v.: P. κελεύειν (dat.).
    One who gives the time ( to rowers): P. and V. κελευστής, ὁ.
    ——————
    v. trans.
    Arrange P. and V. τθεσθαι.
    Measure: P. and V. μετρεῖν.
    Well-timed, adj.: see Timely.
    Ill-timed: P. and V. καιρος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Time

  • 9 время

    врем||я
    с
    1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:
    с течением \времяени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое \время ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое \время тому́ назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет \времяени зайти́ к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·
    2. (час, срок) ἡ ῶρα:
    сколько (сеи́час) \времяени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное \время ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое \время σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·
    3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:
    рабочее \время ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· \время посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочно́е \время τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее \время τό καλοκαίρι, τό θέρος· \время года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·
    4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:
    во все \времяена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее \время ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от \времяени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·
    5. грам. ὁ χρόνος:
    настоящее \время ὁ ἐνεστώς· бу́ду-щее \время ὁ μέλλων прошедшее \время ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ \время не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то \время как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от \времяени до \времяени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем \времяенем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого \времяени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее \времяτόν τελευταίο καιρό· со \времяенем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· \время покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела \время? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести́ \время περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить \время спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное \время спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ.

    Русско-новогреческий словарь > время

  • 10 εἰμί

    εἰμί ( εἰμί), [ἔσσι], ἐσσί, ἔστιν), ἐστίν), ἔσθ, εἰμέν, ἐντί, εἰσίν, ἔντι; εἴην, εἴη; ἔστω; ἐών, ἐόντα, ὄντα, ἐόντων, ἐοῖσα, ἐοῖσαν, ἐόντων; ἔμμεναι, ἔμμεν, [εἶναι codd.]: fut. ἔσομαι, ἔσσομαι, ἔσεται, ἔσσεται, ἔσται; ἐσσομένας gen., ἐσσόμενον, ἐσσόμενα; ἔσσεσθαι, ἔσεσθαι: impf. ἦν, ἔσαν, ἦσαν; ἔσκεν.)
    1 be. A
    1 c. predicative adj.
    a

    ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.32

    τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

    θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.13

    ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16

    ἦν δὲ κλέος βαθύ O. 7.52

    φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ O. 7.56

    τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53

    μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν O. 9.64

    ὁ δὲ λόγος δόξαν φέρει, λοιπὸν ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37

    γένοἰ οἷος ἐσσὶ μαθών P. 2.72

    [ ἀβάπτιστός εἰμι (codd.: εἶμι Schnitzer) P. 2.80]

    σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107

    ἔσομαι τοῖοςP. 4.156

    δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί P. 4.209

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54

    εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν P. 5.92

    ἐδόκησέν τε ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42

    κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτωνP. 9.39

    θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ P. 10.21

    θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.24

    ἐστὶ δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31

    σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (Schr.: προπρεῶνα μέν codd.) N. 7.86 ξανθοκομᾶν Δαναῶν ἦσαν μέγιστοι <¯˘¯> N. 9.17

    ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6

    ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός I. 2.12

    οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων I. 2.30

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά ( ἔστι Er. Schmid) I. 8.15 ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (Tricl.: ἔμμεναι codex) I. 8.29 ἦν γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ sc. Delos fr. 33d. 1.

    νεόπολίς εἰμι Pae. 2.28

    ἄνιππός εἰμι Pae. 4.27

    λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον

    εἴη κεν Pae. 4.49

    κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pae. 16.7

    = fr. 147 Schr. σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 1. τί ἔρδων φίλος σοι εἴην, τοῦτ αἴτημί σε (<ἂνγτ; εἴην coni. Christ) fr. 155. 3. νὸκακ ἔμμεναι fr. 169. 17.
    b with infinitive added.

    ἦν δ' ἐσορᾶν καλός O. 8.19

    εἲην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι O. 9.80

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαιP. 4.139

    εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν P. 8.29

    ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.50

    καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18

    αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν I. 2.37

    c impersonal.

    ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    2 c. pred. subs.

    ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.55

    Σικελίας ἔσαν ὀφθαλμός O. 2.9

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4

    Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός, περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον O. 6.50

    ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός ( εεσι Π: ἔστι vel εἶσι Wi<*>.) O. 6.90

    ἐκέλευσεν νεῦσαι μιν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.68

    φάτο δΕὐρύπυλος ἔμμεναιP. 4.34 οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις ἈφροδίταςP. 4.87Ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P. 4.98 καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω ΖεὺςP. 4.167

    ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος P. 4.270

    βασιλεὺς ἐσσὶ P. 5.16

    Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14

    φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (sc. σε) P. 9.100

    πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.79

    οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1

    ξεῖνός εἰμι N. 7.61

    φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.87

    ἀρχοὶ δοὐκ ἔτ' ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες N. 9.14

    οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51

    πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58

    ἐσσί μοι υἱός” (Snell ἔσσι) N. 10.80

    φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.72

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν (Bergk: εἶναι Stobaeus: om. Clem. Alex.) fr. 61. 1. ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134. φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243. as inf. of purpose,

    ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις, τέλος ἔμμεν ἄκρον P. 9.118

    Θέμιν Μοῖραι ἇγον σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 6.
    3 emphatic, there is, are

    ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι O. 9.104

    ἐξ ὀνείρου δαὐτίκα ἦν ὕπαρ O. 13.67

    ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον P. 3.21

    δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν P. 4.63

    ὅσαι τεἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ P. 12.30

    ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.10

    εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

    ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32

    ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50

    ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20

    τίς δὴ λύσις ἔσσεται πενθέων;” N. 10.77 οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον (Calliergus; ἦεν, ἦς codd.) I. 1.26

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31

    τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν τάνδ' ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις (Boeckh: εἶναι codd.) I. 6.20

    οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24

    ]ον τέλος [ἔς]ται[ (ἔσσεται Σ̆{im}) Πα. 7C. 6. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι ( ἔντι alii) fr. 223.
    4 c. dat. (= ἔχω.) πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας (= ἐστί Boeckh, wrongly) O. 2.84 ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον

    ἐρδόμενον O. 8.77

    πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.45

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ N. 8.35

    ἔστι σοι τούτων λάχοςN. 10.85

    ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.9

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1

    ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς, ὦ ΤελαμώνI. 6.52 cf. also O. 12.1—2.
    5 be (situated)

    τοῖσι μὲν ἐξεύχετἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62

    ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.98

    ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.45

    ἐντί τοι φίλιπποί ταὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18

    cf. B. 1.
    6 be, come to pass

    ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.170

    χὤ τι μέλλει χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷςP. 9.49
    7 c. gen.
    b possessive: be of, belong to

    γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60

    ἔντι μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες. ἔντι[ (edd.: ἕντι codex: ἐντὶ legendum) Θρ. 3. 1—2. cf. I. 4.31
    8 c. ἐκ, ἀπό.
    a be, come from

    χρὴ δ' ἀπ Ἀθανᾶν τέκτον ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49

    τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    b be born of

    υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.18

    B part.
    1 pres. part.
    a [† ἅμα (codd.: ἐόντα Maas) O. 1.104]

    θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν O. 1.106

    ἐμὲ πρόφαντον σοφίᾳ ἐόντα O. 1.116

    οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος O. 6.19

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94

    οἷος ἐὼν θρέψεν

    ποτὲ P. 3.5

    Ἰόλαον ὑμνητὸν ἐόντα P. 11.61

    ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ N. 3.19

    Τελαμὼν Ἰόλᾳ παραστάτας ἐὼν N. 3.37

    Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε N. 3.44

    κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17

    πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις N. 7.47

    εἰ γάρ σφίσιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.100

    θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.32

    Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει I. 1.30

    ἐὼν καλὸς I. 2.4

    θεότιμος ἐών I. 6.13

    ]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ (forma valde dubia: v.l. ἀμβλύνοντα) fr. 124d.
    b where the part. is concessive.

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265

    καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἐπασκήσει fr. 194. 4.
    c where the part. is conditional.

    ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.39

    d following

    φαίνομαι. θαυμαστὸς ἐὼν φάνη O. 9.96

    ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30

    cf. P. 4.170
    e c. adv., being (situated) cf. A. 5 supra.

    εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104

    εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν P. 2.54

    ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνήρ N. 7.64

    ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐὼνN. 10.87
    f subs., n. pl., goods, possessions

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32

    ]

    ἑκὰς ἐόντων Pae. 4.35

    m. pl., living ( φάμα· ἅ τε ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (ὡς ἄλλων ἐγκωμιακότων ποιητῶν. Σ.) I. 4.27
    2 fut. part.
    a

    ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας O. 12.8

    b subs.

    τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές O. 13.103

    ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.27

    C various impersonal usages.
    a in wishes, εἴη c. (dat., acc. &) inf.

    εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115

    εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἀνδάνειν P. 1.29

    φίλον εἴη φιλεῖν P. 2.83

    ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96

    ( ῥῆμα)

    τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.11

    εἴη μιν ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.64

    εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.7

    εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1.
    b c. adj., part. & inf.

    ἔστι δἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35

    ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.33

    θέσφατον ἦν Πελίαν θανέμεν P. 4.71

    φαντὶ δἔμμεν τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκα ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.287

    ἔστι δἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.10

    συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμἀπὸ Σπάρτας N. 11.33

    πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.32

    d c. dat. (& inf.?): it is one's duty ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων (supp. Lobel: ἀγάλλειν supp. Snell, e. g.) fr. 215. 5.
    e ἔστιν ὅτε, ἦν ὅτε, there is, was a time when ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον fr. 83. subordinate verb suppressed: ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις, ἔστι δοὐρανίων ὑδάτων sometimes O. 11.1—2. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180.
    f οὐκ ἔστιν ὅπως, it is impossible that οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 3. D dub. † ἔστι δέ τοι χέκωνκακίει καπνός ( ἔτι coni. Heyne) fr. 185. fragg. ]

    έμμεν ἁλίῳ κυ[ Pae. 6.149

    ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13

    ]ὅτ' ἦσαν [fr. 111a. 3. ἐμμεν[ ?fr. 338. 3.

    Lexicon to Pindar > εἰμί

  • 11 ἐν

    ἐν (in crasis
    1

    κἀν I. 4.25

    , I. 6.59 coni., but

    καὶ ἐν P. 9.40

    : repeated 13 times O. 2.43, O. 6.55, I. 5.30 etc.: follows noun governed 7 times O. 13.44, P. 9.69, Παρθ. 2. 7, etc.: governs only the second of two nouns P. 4.130, O. 7.12:

    ἐνί P. 6.18

    , Θρ. 7. 3, fr. 163: joined with

    ἐπὶ N. 5.2

    ,

    παρά N. 9.34

    ) A prep. c. dat.
    1 of time.
    a of point of time, in, at, on δεῖ σάμερον

    ἐλθεῖν ἐν ὥρᾳ O. 6.28

    κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ πέμποισ ἀμφιπόλους O. 6.32

    νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26

    [ κἀν (Mosch.: ἐν καὶ codd. vulgo: καὶ cod. unus) P. 1.35] ἀλλ' ἐν ἕκτᾳ (sc. ἁμέρᾳ) P. 4.132

    τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2

    νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.37

    τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65

    ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίαςI. 8.44

    ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ Pae. 6.5

    ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντεὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ Pae. 6.61

    τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ Pae. 15.1

    Ψμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον [Μοῖρα] σύμπρωτον λάβεν (Welcker: ἐργάμοισι cod.) Θρ. 3.. ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6.
    b during, within, in the course of

    ἐν ἁμέρᾳ O. 1.6

    ἐν παντὶ χρόνῳ O. 6.36

    ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ O. 6.100

    ἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου O. 7.94

    ἐν μικρῷ χρόνῳ O. 12.12

    ἐν ὄρφναῖσι P. 1.23

    ἐν δ' αὖτε χρόνῳ P. 3.96

    ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127

    ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130

    [ ἐνχρόνῳ (Chaeris: ἄν codd.) P.4. 258]

    ἐν δὲ χρόνῳ P. 4.291

    , P. 8.15

    ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.92

    τέκε ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.85

    ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.18

    ἐν περισθενεῖ μαλαχθεὶς παγκρατίου στόλῳ N. 3.16

    ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται N. 3.70

    ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν N. 4.94

    ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μὲν ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (Hermann e Σ: κατέχει τε, κατέχειν codd.) N. 8.25 ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (Boeckh: πολυφθόροις ἐν codd.) N. 8.31 χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N.8.49. codd.) ἐν πολέμῳ N. 9.36. ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N.9.42. ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων

    μιν ὀμφαὶ κώμασαν N. 10.34

    φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59

    παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνεινN. 10.78

    ἐν δὲ χειμῶνι πλέων I. 2.42

    ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ I. 4.16

    ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ I. 4.36

    τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.47

    καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ (bis) I. 5.48—9. “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον ἘνυαλίουI. 6.54 ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b = fr. 147 Schr.

    ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον Pae. 9.3

    ]βαρβιτίξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ fr. 124d. ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 2. μηδ' ἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. 1. ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν fr. 131b. 3. πενταετηρὶς ἑορτὰ ἐν ᾆ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193.
    c in the space of

    πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.82

    βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ P. 3.43

    τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59
    2 of place.
    a ἐν Πέλοπος ἀποικίᾳ. O. 1.24

    ἐν βάσσαις Κρονίου Πέλοπος O. 3.23

    ἐν Πίσᾳ O. 6.5

    ἐν Ὀλυμπίᾳ O. 6.26

    ἐν Ὀλυμπιάδι O. 10.16

    ἐν Πίσᾳ O. 10.43

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101

    ἐν δὲ Πυθῶνι O. 2.39

    ἐν Δελφοῖσιν O. 13.43

    Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ P. 1.32

    ἐν δ' ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι P. 3.27

    ἐν πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ τετείχισται νάπᾳ P. 6.8

    Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς P. 6.18

    Πυθῶνος ἐν γυάλοις P. 8.63

    ἐν Πυθιάδι P. 8.84

    ἐν Πυθῶνι ἀγαθέᾳ P. 9.71

    ἀγῶνί τε Κίρρας, ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν P. 11.13

    ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν P. 11.15

    Καφισίδος ἐν τεμένει P. 12.27

    ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν N. 2.9

    ἐν ἀγαθέᾳ Πυθῶνι N. 6.34

    ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34

    ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23

    ἐν Κρίσᾳ I. 2.18

    χόρτοις ἐν λέοντος O. 13.44

    Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.5

    ἐν Νεμέᾳ N. 2.23

    ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ N. 3.18

    κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ I. 3.12

    ἐν Νεμέᾳ I. 6.3

    θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτἐν ΝεμέᾳI. 6.48

    κλεινᾷ τἐν Ἰσθμῷ O. 7.81

    ἐν Κορίνθου πύλαις O. 9.86

    ἐν Ἰσθμιάδεσσιν O. 13.33

    ἐν δἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν O. 13.40

    ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς N. 2.21

    Ὀρσοτριαίνα ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου N. 4.87

    ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι N. 6.39

    τρὶς μὲν' ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών N. 10.27

    Κορίνθου τἐν μυχοῖς N. 10.42

    ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ I. 3.11

    ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισἀρετά I. 5.17

    cf. ( Κόρινθον)

    ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ἐν ἄστει Πειράνας O. 13.61

    ἐν Θήβαισι O. 6.16

    τά τἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84

    ἐν Θήβαις O. 13.107

    ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90

    , P. 8.39 ἐν Κάδμου πύλαιςP. 8.47

    Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις N. 4.19

    ἐν Θήβαις N. 10.8

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει I. 5.30

    —3.

    ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις I. 8.16

    ἐ]ν ἑπταπύλοισι —[ (sc. Θήβαις) fr. 169. 47.

    κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.82

    ἐν Ἀθάναις O. 9.88

    κρανααῖς ἐν Ἀθάναισι O. 13.38

    , N. 8.11

    ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20

    ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε fr. 75. 4.

    ἐν Σικελίᾳ O. 1.12

    ἐν Ἄργει O. 7.83

    ἐν Μεγάροισιν O. 7.86

    ἐν Μαραθῶνι O. 9.89

    ἐν Σπάρτᾳ P. 1.77

    ἐν Φθίᾳ P. 3.101

    ἐν δὲ ΝάξῳP. 4.88

    Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70

    ἐν Μεγάροις (ἐν secl. byz.) P. 8.78

    ἐν Ἄργει P. 9.112

    τῶν δἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19

    κλυταῖς ἐν Ἀμύκλαις P. 11.32

    ἄειδ' ἐν Παλίῳ (Pauw: ἀείδει Παλίῳ codd.) N. 5.22

    ἐν Τροίᾳ N. 2.14

    ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ N. 8.18

    ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ I. 1.8

    ἐν Φυλάκᾳ I. 1.59

    ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.34

    ἐν Ἐπιδαύρῳ I. 8.68

    ]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ[ Δ. 1.. ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93. ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ ] ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ fr. 123. 13.

    Μαιναλίαισιν ἐν δειραῖς O. 9.59

    ἐν Παλίου σφυροῖς P. 2.45

    Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοιςP. 4.16 Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμναςP. 4.20

    Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ P. 5.80

    ἐν μυχοῖσι Πιερίδων P. 6.49

    μυχῷ τ' ἐν Μαραθῶνος P. 8.79

    Πίνδου κλεεναῖς ἐν πτυχαῖς P. 9.15

    Αἰγίνᾳ τε γὰρ Νίσου τἐν λόφῳ P. 9.91

    τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος P. 9.98

    ἐν πεδίῳ Φλέγρας N. 1.67

    Νίσου τ' ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.46

    ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.56

    ζαθεᾶς Πάρου ἐν γυάλοις fr. 140a. 63 (37). ἐν Κόλχων δόμοις fr. 172. 7.

    ἐν δρόμοισι O. 1.21

    ἐν δρόμοις O. 1.94

    ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε O. 2.43

    —4.

    Αἶαν, τεόν τἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν O. 9.112

    ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15

    νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26

    ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων N. 11.14

    ἔν τ' ἀέθλοισι I. 1.18

    ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23

    ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι I. 5.6

    ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι I. 5.7

    ]ἐν δαιτί τε πα[ Πα. 13a. 21.

    ἐν οἴκῳ O. 6.48

    μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις P. 2.33

    ἐν θαλάμῳ P. 3.11

    τείχει ἐν ξυλίνῳ P. 3.38

    ἐν λέχεσινP. 4.51 πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματιP. 4.53 ἄλλοις ἐν τείχεσιν” P.4.268. “ ἐν δώμασιP. 4.113

    θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας P. 9.69

    ἐν μεγάρῳ N. 1.31

    Φιλύρας ἐν δόμοις N. 3.43

    ἐν λέκτροις Ἀκάστου N. 5.30

    Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις I. 7.6

    ἐν μεγάροις Δ. 2.. ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.58

    ἐν Οὐλύμπῳ O. 13.92

    ἐν οὐρανῷ O. 14.10

    ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ P. 1.15

    χρυσέαις ἐν ἕδραις P. 3.94

    δώμασιν ἐν χρυσέοιςP. 9.56

    ὀλβίοις ἐν δώμασι N. 1.71

    οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισινN. 10.88 ἐν Ὀλύμπῳ fr. 33c. 5.

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    ἐν πελάγει O. 7.56

    ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν O. 7.57

    ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.3

    —4. “ ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖςP. 9.47

    ἐν χέρσῳ N. 1.62

    ἐν πελάγει N. 3.23

    ἐν δΕὐξείνῳ πελάγει N. 4.49

    ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ N. 9.43

    ἐν πόντῳ I. 5.5

    ἐν πεδίῳ I. 8.54

    ἐν πόντῳ I. 9.7

    πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου fr. 124. 6. ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει fr. 140b. 16. ἐν πόντῳ P. Oxy. 2622. 13 ad ?fr. 346.

    ἐν ναυσὶ κοίλαις O. 6.10

    ἐν Μοισᾶν δίφρῳ O. 9.81

    ἐν ναυσὶν P. 3.68

    ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2

    ἐν ναυσὶν I. 6.30

    κελεύθῳ τἐν καθαρᾷ O. 6.23

    ἀλλἔν κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ βατιᾷ τἐν ἀπειρίτῳ (v. κρύπτω) O. 6.55

    πτολιπόρθοις ἐν μάχαις O. 8.35

    οὐλίῳ ἐν Ἄρει O. 9.76

    ταύτᾳ δἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ O. 10.51

    ἐν ἅπαντι κράτει O. 10.82

    ἐν ἀλκᾷ O. 13.55

    οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις P. 1.47

    Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον P. 2.22

    χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55

    ἐν ὄρει P. 3.90

    ἐν πολέμῳ P. 3.101

    ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ P. 4.8

    ἐν ἀγορᾷ P. 4.85

    ἐν πρύμνᾳ P. 4.194

    ἐν μέσσοις P. 4.224

    ἐν ἀλλοδαπαῖς ἀρούραις P. 4.254

    πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67

    χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ N. 1.25

    παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34 δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους i. e. inside N. 10.61

    καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις N. 11.8

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    πατρωίαις ἐν ἀρούραις Pae. 6.106

    λτ;ἐνγτ; [τεμέ]νει φίλῳ (supp. Zenodot)

    Πα.. 12. χρηστήριον[ ] ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκεν Pae. 9.41

    ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς (add. Boeckh: ἐν om. codd.) fr. 122. 7. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι (coni. Boeckh: ἐν cod.) Θρ.. 3. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες fr. 210.
    b at, before met.,

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32

    μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (τουτέστι θεωρῆσαι Σ.) N. 8.43
    3 in, contained in, surrounded by
    a of clothing, simm.

    χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον O. 4.22

    ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων O. 6.8

    σπαργάνοις ἐν πορφυρέοιςP. 4.114

    Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.13

    ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν N. 10.14

    τὸν μὲν ἐν ῥίνῳ λέοντος στάντα I. 6.37

    cf. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ ἀρότρῳ βοῦς ( harnessed to) fr. 234. 2.
    b contained in

    μονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος N. 10.6

    καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις N. 10.36

    c of light and darkness.

    ἐν ὄρφνᾳ O. 1.71

    O. 13.70

    ἐν σκότῳ O. 1.83

    ἐν καθαρῷ O. 10.45

    φάει δὲ ἐν καθαρῷ P. 6.14

    σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν N. 4.38

    νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ (Heyne: φασι codd.) fr. 203. 2. met.,

    ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται I. 7.27

    d met.,

    εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον P. 2.54

    ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N.1.10.

    τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχε θέμεν μεγάλᾳ P. 4.75

    4 of feelings, thoughts.

    ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37

    ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος O. 10.63

    εὐανθεῖ δ' ἐν ὀργᾷ παρμένων P. 1.89

    αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν P. 4.219

    ὄφρα ἐν φρασὶ πάξαιθ, ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος μόλοι N. 3.62

    a

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις O. 2.25

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ O. 4.26

    τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53

    τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20

    οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43

    τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    ἐν ἀγαθοῖς P. 2.81

    ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21

    σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107

    τρίταισιν δ' ἐν γοναῖςP. 4.143

    κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.281

    —2.

    ἔν τε σοφοῖς πολίταις P. 4.295

    ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49

    θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο P. 5.112

    ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας P. 5.114

    καὶ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντP. 9.40 βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς P.9. 77.

    εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι P. 9.119

    θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις P. 10.58

    πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34

    παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ, ὑπέραλλον αἰχμὰν ταμών N. 3.32

    ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72

    —3.

    ἔστι δαἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80

    ἐν δὲ μέσαις (sc. Μοίσαις)

    φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων N. 5.23

    ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν N. 7.65

    ἀρετὰ ἐν σοφοῖς

    ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε N. 8.41

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος I. 1.31

    γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34

    ἄμμι δ' ἔοικε καὶ σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν, ἐν γναμπτοῖς δρόμοις ( when we talk of Farnell) I. 1.57

    Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24

    αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι I. 5.59

    φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72

    εἶπε δεὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31

    Ἄρτεμις ζεύξαισ' ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων α[ Δ. 2. 2. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται fr. 105b. 1.

    νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσιν ἵζων Pae. 6.92

    b between

    οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.27

    καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι P. 4.223

    ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94

    a

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75

    ἐν δίκᾳ ( ἐνδίκας coni. Snell) O. 6.12

    τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι O. 7.69

    πόλιν Ψλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε P. 1.62

    θέλοντι δὲ αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς P. 1.64

    οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43

    σὲ δ' ἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν P. 4.59

    τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτωνP. 4.92

    σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ P. 5.14

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὗ μὴ κρυπτέτω i. e. in the common good P. 9.93

    θεόθεν ἐραίμαν καλῶν δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ P. 11.51

    αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον N. 5.14

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15

    τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (cf. P. 2.43) N. 10.28

    ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ I. 2.38

    ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. cf. ἐγὼ δὲ ἴδιος ἐν κοινῷ σταλεὶς (in a public position) O. 13.49
    b in of musical terms. Λύδῳ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων ἔμολον (ἐν ante τρόπῳ del. Schr. metri causa) O. 14.17—8.

    ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς P. 2.69

    πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν ( ἐμπνοαῖσιν coni. Turyn) N. 3.79 esp. to the accompaniment of, amidst

    ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς O. 5.19

    κεῖνος ἀνήρ, ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς O. 6.7

    ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    τὸν ( Ἀρκεσίλαν)

    ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.104

    κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον I. 5.27

    ἔν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54

    ]

    ἀοιδαῖς ἐν εὐπλε[κεσσι Pae. 3.12

    λτ;ἐν ἀοιδᾷ> supp. Snell e Σ pap. Pae. 14.20
    7 instrumental in, with, by means of

    τετραορίας ἐλελίχθονος, εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ κρατέων P. 2.5

    καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει P. 5.85

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (ἐν om. codd.: supp. Tricl.) P. 11.46

    ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν N. 11.28

    κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26

    esp. with

    χείρ. οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63

    ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8

    ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον N. 1.52

    ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17

    χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 7.
    8 upon, into following verbs of movement.

    ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον O. 8.68

    ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16

    ὠπυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις πεσὼν P. 2.41

    καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν (om. codd.: supp. Mosch.) P. 3.64 ἐν τᾷδ' ἄφθιτον νάσῳ κέχυται Λιβύας σπέρμα” (cf. I. 1.4) P. 4.42

    ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ μαινάδ' ὄρνιν P. 4.215

    τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ P. 8.12

    νέκταρ ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισιP. 9.63 ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος ( πρὸς coni. Boeckh) P. 9.114

    Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42

    [ πέσε δ' ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντι (coni. Fennel, Lobel: δοκέοντα codd.) N. 7.31]

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28

    ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.70

    χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας I. 2.26

    ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν (sc. φάμα παλαιά) I. 4.23

    μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων I. 8.6

    ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν Pae. 6.99

    τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1. ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς fr. 163. φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ fr. 169. 21, cf. N. 3.62
    9 in respect of [ ἐν ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι (ἐν om. codd., add. V: ἐπ byz.) O. 1.113]

    ἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον O. 13.47

    ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ

    ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.51

    , cf. I. 1.57 γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἁρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (om. codd.: supp. Er. Schmid) N. 3.58

    μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4

    ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.

    ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.15

    10 = σύν, with the aid of ἐν τίν κ' ἐθέλοι, Γίγαντας ὁς ἐδάμασας, εὐτυχῶς ναίειν (σὺν σοί. Σ.) N. 7.90
    11 in the hands of, in the power of

    ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.71

    πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων N. 10.30

    12 dub. ex. οἷά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν (ἐν add. metr. causa Hermann, edd. vulgo: ὁπότε codd.: ὁπόταν Trypho ap. Eustath.: ποτ' ἀνὰ Ammonius: v. ἐνίμηι) I. 1.25 [ νῦν αὖτ' ἐν Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ (codd.: ἐν del. Hermann) I. 6.5]
    13 frag. ] εν ὀρθῷ δρόμῳ fr. 1a. 5.] ἐν χρ[ Πα. 13a. 25. ]ἐν κλ[ Πα. 13e. 4. ] ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e.
    a there

    ἐν δὲ φίλων παρεόντων θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς O. 7.5

    ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22

    b too, besides

    Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ N. 7.78

    ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἇμαρ (contra Radt, “Präposition in tmesi mit τύχεν”) Πα. 2.. σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων, ἐν δὲ κέχλαδεν ἐν δὲ ἐν δ' Δ. 2. 10—5. C ἐν prep. c. acc. v. ἐς B.
    ------------------------------------

    Lexicon to Pindar > ἐν

  • 12 πολυς

    πολῠς, πολλός (πολύς, -ύν, -οί, -ῶν, -οῖςι); -ᾷ, -άν, -αί, -ᾶν; πολύ acc., πολλά, -ῶν, -οῖς, -ά: πολλός, -όν: πολέσιν, πολεῖς ? acc.)
    1 much, many.
    1 pl. of number ἧ θαύματα πολλά (v. l. θαυματά) O. 1.28

    ὁ πολλὰ εἰδὼς O. 2.86

    πολλοὶ δὲ μέμνανται καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79

    πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας O. 8.13

    πολλοὶ δὲ κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

    δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45

    ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63

    πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.81

    πολλῶν ταμίας ἐσσί P. 1.88

    πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88

    οἷα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν” ( πόλῖς coni. Lehrs: v. Forssman, 95; Wackernagel, Kl. Schr., 965) P. 4.56

    πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (post ἀείδεται distinxit Boeckh) P. 8.25

    πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.74

    τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107

    πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους. πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.123

    —5.

    ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.23

    πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8

    πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται N. 8.20

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46

    ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54

    πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5

    ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.46

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ Παρθ. 2. 31. πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. ἐν πολλοῖς ὀνείροις fr. 131b. 3. πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357. add. adj.,

    πολλά μοι ὠκέα βέλη O. 2.83

    πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν P. 2.58

    c. gen.,

    καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον P. 3.36

    c. art. παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν these my many shafts O. 13.95
    2 s. of size, great, much

    πολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.50

    βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.51

    πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36

    πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (sc. ὄλβος) P. 3.106

    πολὺς ὄλβος P. 5.14

    πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα P. 9.22

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον καρτακρύψαις ἔχειν N. 1.31

    Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον N. 6.33

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν

    ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13

    μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75

    πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων Ἐ]λείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16

    of time, “ἧν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (<οὐ> supp. Coraes, om. codd.: παῦρος coni. Schr.) fr. 168. 6.
    3 adv.
    I often

    ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6

    πολλὰ μὲν πολλὰ δ O. 13.14

    —6.

    πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8

    πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κυίσᾳ N. 11.6

    II greatly

    καμόντες πολλὰ θυμῷ O. 2.8

    III long

    οὐδὲ ματρὶ πολλὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον O. 1.46

    IV τὰ πολλά, for the most part, often

    εἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται N. 2.2

    b πολύ, much

    ὅ τι γαρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23

    πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.
    c πολλᾷ, in many ways

    ὅ τι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23

    πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται (Pauw: γὰρ πολλὰ codd.) N. 8.20
    d πολλόν, much

    ὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36

    ] ῳ πολλὸν[ fr. 140a. 12.
    4 fragg. ]πολὺς λο[ Δ. 4. c. 11. ]ν πολλοῖς ἀκοῦσαι Θρ.. 13. ]επολλα[ P. Oxy. 2442, fr. 99. ] πολλαμ[ P. Oxy. 2447, fr. 13. B comp., (πλέονα, πλέον) more <πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (e Σ supp. Er. Schmid: om. codd.) N. 6.26

    ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20

    εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

    πλέον τι λαχών (sc. Ζεὺς ἢ οἱ ἄλλοι θεοί: num haec sint ipsa verba Pindari, non constat) fr. 35a. C superl., (πλεῖστος, -ων; -α, -αισι; -α acc.)
    a very many, numerous

    ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων I. 1.18

    πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. pro subs.,

    πλεῖστα νικάσαντα σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97

    b most

    ὅτι πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.39

    ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1

    c. art.,

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24

    Lexicon to Pindar > πολυς

  • 13 πολλός

    πολῠς, πολλός (πολύς, -ύν, -οί, -ῶν, -οῖςι); -ᾷ, -άν, -αί, -ᾶν; πολύ acc., πολλά, -ῶν, -οῖς, -ά: πολλός, -όν: πολέσιν, πολεῖς ? acc.)
    1 much, many.
    1 pl. of number ἧ θαύματα πολλά (v. l. θαυματά) O. 1.28

    ὁ πολλὰ εἰδὼς O. 2.86

    πολλοὶ δὲ μέμνανται καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79

    πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας O. 8.13

    πολλοὶ δὲ κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

    δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45

    ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63

    πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.81

    πολλῶν ταμίας ἐσσί P. 1.88

    πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88

    οἷα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν” ( πόλῖς coni. Lehrs: v. Forssman, 95; Wackernagel, Kl. Schr., 965) P. 4.56

    πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (post ἀείδεται distinxit Boeckh) P. 8.25

    πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.74

    τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107

    πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους. πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.123

    —5.

    ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.23

    πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8

    πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται N. 8.20

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46

    ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54

    πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5

    ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.46

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ Παρθ. 2. 31. πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. ἐν πολλοῖς ὀνείροις fr. 131b. 3. πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357. add. adj.,

    πολλά μοι ὠκέα βέλη O. 2.83

    πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν P. 2.58

    c. gen.,

    καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον P. 3.36

    c. art. παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν these my many shafts O. 13.95
    2 s. of size, great, much

    πολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.50

    βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.51

    πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36

    πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (sc. ὄλβος) P. 3.106

    πολὺς ὄλβος P. 5.14

    πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα P. 9.22

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον καρτακρύψαις ἔχειν N. 1.31

    Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον N. 6.33

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν

    ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13

    μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75

    πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων Ἐ]λείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16

    of time, “ἧν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (<οὐ> supp. Coraes, om. codd.: παῦρος coni. Schr.) fr. 168. 6.
    3 adv.
    I often

    ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6

    πολλὰ μὲν πολλὰ δ O. 13.14

    —6.

    πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8

    πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κυίσᾳ N. 11.6

    II greatly

    καμόντες πολλὰ θυμῷ O. 2.8

    III long

    οὐδὲ ματρὶ πολλὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον O. 1.46

    IV τὰ πολλά, for the most part, often

    εἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται N. 2.2

    b πολύ, much

    ὅ τι γαρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23

    πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.
    c πολλᾷ, in many ways

    ὅ τι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23

    πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται (Pauw: γὰρ πολλὰ codd.) N. 8.20
    d πολλόν, much

    ὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36

    ] ῳ πολλὸν[ fr. 140a. 12.
    4 fragg. ]πολὺς λο[ Δ. 4. c. 11. ]ν πολλοῖς ἀκοῦσαι Θρ.. 13. ]επολλα[ P. Oxy. 2442, fr. 99. ] πολλαμ[ P. Oxy. 2447, fr. 13. B comp., (πλέονα, πλέον) more <πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (e Σ supp. Er. Schmid: om. codd.) N. 6.26

    ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20

    εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

    πλέον τι λαχών (sc. Ζεὺς ἢ οἱ ἄλλοι θεοί: num haec sint ipsa verba Pindari, non constat) fr. 35a. C superl., (πλεῖστος, -ων; -α, -αισι; -α acc.)
    a very many, numerous

    ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων I. 1.18

    πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. pro subs.,

    πλεῖστα νικάσαντα σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97

    b most

    ὅτι πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.39

    ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1

    c. art.,

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24

    Lexicon to Pindar > πολλός

  • 14 γιγνομαι

        дор.-ион. и поздн. γίνομαι (γῑ), эп. тж. γείνομαι (см.)
        

    (impf. ἐγιγνόμην, fut. γενήσομαι, aor. 2 ἐγενόμην - дор. ἐγενόμαν, pf. γέγονα - эп. тж. γέγαα, part. γεγαώς - стяж. γεγώς; pass.: pf. γεγένημαι, ppf. (ἐ)γεγενητο)

        1) рождаться
        

    (θανεῖν ἢ γενέσθαι Hes.; γ. καὴ ἀπόλλυσθαι Plat.)

        τὰ γενόμενα или γιγνόμενα (sc. τέκνα) Arst. — дети;
        γεγονέναι ἔκ τινος Hom., Eur., Arst., ἀπό τινος Her., Xen., Plat., редко τινος Eur.происходить от кого-л.;
        νέον γεγαώς Hom. — новорожденный;
        γεγονέναι εὖ Her. или καλῶς Isocr. — быть знатного происхождения;
        οἱ ἐξ ἡμῶν γεγονότες Isocr.наши дети

        2) ( о растениях) рождаться, вырастать, расти
        

    (φύλλα καὴ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ Xen.; τὰ γιγνόμενα ἐν ἀγρῷ Xen. и κατὰ τὰς χώρας Arst.)

        3) происходить, совершаться
        

    γ. ἔκ τινος Her., ἀπό τινος Xen., ὑπό τινος Thuc., Xen. и παρά τινος Plat.случаться из-за кого(чего)-л., вследствие чего-л. или благодаря кому(чему)-л.;

        ἢ γεγονότα ἢ ὄντα ἢ μέλλοντα Plat. — прошлое, настоящее или будущее;
        οὐκ ἂν ἔμοιγε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο Hom. — не смею надеяться, чтобы это случилось;
        ἀγορέ γένετο Hom. — происходило собрание;
        χρῆν Κανδαύλῃ γενέσθαι κακώς Her. — Кандавлу пришлось плохо;
        πιστὰ ἠξίου γενέσθαι Xen. — он потребовал гарантий;
        ἐγίγνονθ΄ οἱ ὅρκοι Dem. — были даны клятвы;
        τὰ ἱερὰ καλὰ ἐγίγνετο Xen. — жертвоприношение сложилось благоприятно;
        τὰ γεγενημένα или τὰ γενόμενα Xen., Dem.; — происшедшее, прошлые события;
        τὰ γενησόμενα Dem. — предстоящие события, последствия;
        ἀρρωδέομεν μέ ὑμῖν οὐκ ἡδέες γένωνται οἱ λόγοι Her. — мы опасались, не будут ли вам неприятны эти слова;
        ἐγένετο ὥστε ἀμφοτέρους ἔξω Σπάρτης εἶναι Xen. — случилось так, что оба уехали из Спарты;
        λαβεῖν μοι γένοιτο αὐτόν! Xen. — ах, если бы мне удалось поймать его!

        4) становиться, делаться
        

    πάντα γιγνόμενος (Πρωτεύς) Hom. — Протей, превращающийся во все (что угодно);

        ἐκ πλουσίου πένητα γενέσθαι Xen. — стать из богача бедняком;
        εἴ τις κωλυτές γίγνοιτο τῆς διαβάσεως Thuc.если бы кто-л. вздумал помешать переходу;
        τί γένωμαι ; Aesch. — что со мной будет?;
        οὐκ ἔχοντες ὅ τι γένωνται Thuc. — не зная, как им быть;
        γενέσθαι τῶν δικαστέων Her.состоять судьей (досл. в числе судей);
        τούτων γενοῦ μοι Arph. — стань таким, как они;
        καθ΄ ἕν γ. Thuc. — объединяться, соединяться;
        ἐπὴ τῆς γνώμης τινὸς γ. Dem.присоединяться к чьему-л. мнению;
        πρὸς τῇ γῇ γ. Dem. — причаливать к берегу;
        ἑαυτοῦ γ. Plat., Dem.; — становиться независимым, но γ. αὑτοῦ Soph., ἐντὸς ἑαυτοῦ Her. и εν ἑαυτῷ Xen. овладевать собой, приходить в себя;
        ὅ σῖτος ἐγένετο ἑκκαίδεκα δραχμῶν Dem. — цена на хлеб дошла до 11 драхм;
        ἐν πολέμῳ γενέσθαι Thuc. — вступить в войну;
        δι΄ ἔχθρας γενέσθαι τινί Arph.поссориться с кем-л.;
        παντοῖος ἐγίνετο μέ … Her. — он прилагал все усилия к тому, чтобы не …;
        ἆρ΄ ἀν ἐν καιρῷ γένοιτο ; Xen. — не было ли бы кстати?;
        ἐπ΄ ἐλπίδος μεγάλης γενέσθαι Plut. — возыметь большую надежду, воспрянуть духом;
        γενέσθαι σύν τινι или μετά τινος Xen.быть на чьей-л. стороне или в союзе с кем-л.;
        κατὰ σφᾶς αὐτοὺς γ. Dem. — обособляться, отделяться;
        ἐπὴ τῷ ἄκρῳ γενέσθαι Xen. — достигнуть вершины;
        τοῦ πάσχειν κακῶς ἔξω γενέσθαι Dem. — находиться вне опасности;
        ἀπὸ или ἐκ δείπνου γενέσθαι Her. — кончить обед;
        ἐξ ὀφθαλμῶν τινι γενέσθαι Her.покинуть кого-л. (досл. уйти с чьих-л. глаз);
        γενόμενος ἀπὸ τούτων Plut. — покончив с этим;
        πρὸς αὑτῷ γενόμενος βραχὺν χρόνον Plut.немного поразмыслив

        5) филос. становиться, изменяться
        

    (ἔστι μὲν οὐδέν, ἀεὴ δε γίγνεται Plat.; γίγνεται πάντα ἐξ ἐναντίων ἢ εἰς ἐναντία Arst.)

        6) приходить, наступать
        

    (ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ Thuc.; ὡς τρίτη ἡμέρη ἐγένετο Her.)

        7) (в историч. врем.) достигнуть (того или иного) возраста
        

    ἔτεα τρία καὴ δέκα γεγονώς Hom. ( или γενόμενος Xen.) — достигший 13 лет от роду;

        ὀγδοηκοστὸν ἔτος γεγονώς Luc. — в возрасте 80 лет;
        ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονώς Xen.перешедший возраст военнообязанного

        8) возникать, появляться
        

    νόσος ἤρξατο γ. Thuc. — началась эпидемия;

        ἀνάπυστα γίνεται τρόπῳ τοιῷδε Her. — вот как дело обнаружилось;
        τὸ τοὺς πολεμήσοντας γεγενῆσθαι Dem. — появление людей, намеренных воевать

        9) получаться, оказываться
        ὅ τῶν ψήφων γεγονὼς ἀριθμός Plat. — оказавшееся (после подсчета) число голосов;
        οἱ καρποὴ οἱ γιγνόμενοι ἐξ ἀγελῶν Xen. — доходы от скотоводства;
        τὰ ἑαυτοῖς γενόμενα Dem.их доходы

        10) (в историч. врем.) миновать, пройти
        

    πρὴν ἓξ μῆνας γεγονέναι Plat. — не прошло и шести месяцев;

        ἐγένετο ἡμέραι ὀκτώ NT.прошло 8 дней

    Древнегреческо-русский словарь > γιγνομαι

  • 15 ξυναρμοζω

        атт. συναρμόττω (дор. fut. συναρμόξω; pass.: aor. συνηρμόσθην, pf. συνηρμόσμην)
        1) прилаживать, пригонять друг к другу
        

    κεραία δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν καὴ ξυνήρμοσαν πάλιν Thuc. — распилив пополам и выдолбив брус, они вновь приладили друг к другу (обе его половины);

        λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι Her. — плотно пригнанные друг к другу камни;
        μέρη ξυναρμοσθέντο αὐτὰ αὑτοῖς Plat. — соразмерные друг с другом части;
        τὰ συνηρμοσμένα Dem.стройное целое

        2) сочетать, соединять, связывать
        

    (εἰς ταὐτόν Plat.)

        γυνέ συναρμοσθεῖσα Arst. — замужняя женщина;
        ἰδέας ἀλλήλων ἀφεστώσας συναρμόσαι Isocr.связать воедино далекие друг от друга формы

        3) сколачивать, сбивать, строить
        

    (σκάφος Eur.)

        σ. τι ἀπό τινος Plat.составлять что-л. из чего-л.

        4) закрывать, смыкать
        5) прикладывать
        

    (τι πρός τι Arst.; χείλεα στομάτεσσιν Anth.)

        6) настраивать
        7) примирять друг с другом
        8) приспособлять, подготовлять, приучать
        

    (βροτούς Aesch.)

        πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος Xen.приспособившийся к текущим обстоятельствам

        9) столковываться, соглашаться
        

    (ἀλλήλοις Plat.)

        10) тж. med.-pass. быть слаженным, хорошо подходить
        

    (γυνέ συναρμόζουσα Xen. - ср. 2)

        τὰ συναρμόττοντα στοιχεῖα Plat. — хорошо подобранные составные части;
        ξ. εἰς ἅπαντα Plat. и συναρμόσασθαι ἅπαντι καιρῷ Diog.L. — подходить ко всему, годиться для всякого случая

        11) соединяться
        

    σ. τινὴ εἰς φιλίαν Xen.сдружиться с кем-л.

    Древнегреческо-русский словарь > ξυναρμοζω

  • 16 συναρμοζω

        атт. συναρμόττω (дор. fut. συναρμόξω; pass.: aor. συνηρμόσθην, pf. συνηρμόσμην)
        1) прилаживать, пригонять друг к другу
        

    κεραία δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν καὴ ξυνήρμοσαν πάλιν Thuc. — распилив пополам и выдолбив брус, они вновь приладили друг к другу (обе его половины);

        λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι Her. — плотно пригнанные друг к другу камни;
        μέρη ξυναρμοσθέντο αὐτὰ αὑτοῖς Plat. — соразмерные друг с другом части;
        τὰ συνηρμοσμένα Dem.стройное целое

        2) сочетать, соединять, связывать
        

    (εἰς ταὐτόν Plat.)

        γυνέ συναρμοσθεῖσα Arst. — замужняя женщина;
        ἰδέας ἀλλήλων ἀφεστώσας συναρμόσαι Isocr.связать воедино далекие друг от друга формы

        3) сколачивать, сбивать, строить
        

    (σκάφος Eur.)

        σ. τι ἀπό τινος Plat.составлять что-л. из чего-л.

        4) закрывать, смыкать
        5) прикладывать
        

    (τι πρός τι Arst.; χείλεα στομάτεσσιν Anth.)

        6) настраивать
        7) примирять друг с другом
        8) приспособлять, подготовлять, приучать
        

    (βροτούς Aesch.)

        πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος Xen.приспособившийся к текущим обстоятельствам

        9) столковываться, соглашаться
        

    (ἀλλήλοις Plat.)

        10) тж. med.-pass. быть слаженным, хорошо подходить
        

    (γυνέ συναρμόζουσα Xen. - ср. 2)

        τὰ συναρμόττοντα στοιχεῖα Plat. — хорошо подобранные составные части;
        ξ. εἰς ἅπαντα Plat. и συναρμόσασθαι ἅπαντι καιρῷ Diog.L. — подходить ко всему, годиться для всякого случая

        11) соединяться
        

    σ. τινὴ εἰς φιλίαν Xen.сдружиться с кем-л.

    Древнегреческо-русский словарь > συναρμοζω

  • 17 συνεικω

        уступать, поддаваться
        

    (καιρῷ Polyb.; τῇ βίᾳ τινός Diod.; λόγοι προσηνεῖς καὴ συνείκοντες Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > συνεικω

  • 18 ἀτρεκής

    a strict, precise, of an Olympic judge

    ἀτρεκὴς Ἑλλανοδίκας Αἰτωλὸς ἀνὴρ O. 3.12

    b precise, exact

    καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ P. 8.7

    ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41

    οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v. l. ἀτρεκές codd. Stobaei, Snell) N. 5.17

    Lexicon to Pindar > ἀτρεκής

  • 19 διακρίνω

    διακρῑνω ( διακ' ρίνειν: aor. διέκρινε; διακρῖναι)
    a decide, judge ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶδυσπαλές (v. l. διακρῖναι) O. 8.24

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων P. 9.115

    ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (Bergk: ἰδόντα διακρ. codd.) fr. 168. 6.
    b appoint, ordain Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (“locus obscurus: ambigunt utrum τοιαύταν αἶσαν (Hermann) an ἔτυμον λόγον (Boeckh) verbi διακρίνειν subiectum esse dicant: neutrum recte: accipias — verbum ad duos illos accusativos ἀπὸ κοινοῦ positum.” Schroeder) P. 1.68

    Lexicon to Pindar > διακρίνω

  • 20 ἐπίσταμαι

    1 know how to

    κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.26

    εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων, ὀρθὰν ἐπίστᾳ P. 3.80

    τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ (sc. Ἡσυχία.) P. 8.7

    Lexicon to Pindar > ἐπίσταμαι

См. также в других словарях:

  • μεταρρίπτω — (ΑΜ) 1. ρίχνω από ένα μέρος σε άλλο αρχ. παρασύρω από μια πλευρά σε άλλη («εἰ γὰρ μὴ σὺν καιρῷ τότε μετέρριψε τοὺς Ἀχαιούς... ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ρωμαίων», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • времѧ — ВРЕМ|Ѧ (> 1000), ЕНЕ с. 1.Одна из форм существования материи: Не възможьно оубо рече. вне же врѣмѩ суть в мирѣ быти КР 1284, 358в; второѥ [в троице] ѥдиносоущьствьно оц҃ю и числоу и времени вышьша соуща нарицаѥть (χρόνων) ГА XIII XIV, 222а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»